- ὠκύτας
- ὠκῠτᾱς1 swiftness
Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Πυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὠκύτας — ὠκύτᾱς , ὠκύτης swiftness fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύτητα — η / ὠκύτης, ητος, ΝΑ, και δωρ. τ. ὠκύτας, Α νεοελλ. φυσ. (στην κυματική) η ταχύτητα διάδοσης ενός περιοδικού φαινομένου αρχ. ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celerity] … Dictionary of Greek